- ληκυθίζω
- ληκυθίζω (Α) [λήκυθος]1. μιλώ με υπόκωφη φωνή, σαν να μιλώ μέσα σε λήκυθο («τραγωδὸς Μοῡσα ληκυθίζουσα», Καλλ.)2. φωνασκώ, βοώ, μιλώ με κομπασμό3. φρ. «ληκυθίζω θέσεις» — λέγω κοινοτοπίες ή μεγαλοποιώ τα κοινά και απλούστατα πράγματα με ρητορικές διακοσμήσεις.
Dictionary of Greek. 2013.